- γούργουλας
- ο1) горло, глотка; 2) пищевод; 3) узкое горло (сосуда); 4) наргиле
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γούργουλας — ο 1. φάρυγγας 2. στενός λαιμός αγγείου 3. ναργιλές. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ηχομιμητική] … Dictionary of Greek
γουργούρι — το ο γούργουλας … Dictionary of Greek
γούργουρος — και γούργουρας, ο (Μ γούργουρος) ο γούργουλας. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ονοματοποιημένη από τον ήχο γουρ γουρ ή, κατ άλλους, από το λατ. gurgulio] … Dictionary of Greek